ἀφέσεις

ἀφέσεις
ἄφεσις
letting go
fem nom/voc pl (attic epic)
ἄφεσις
letting go
fem nom/acc pl (attic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Messe, die — Die Mêsse, plur. die n, ein Wort, welches jetzt in einer gedoppelten Hauptbedeutung gebraucht wird. 1. Als ein Kirchenwort, besonders der Römischen Kirche, wo es 1) eigentlich ehedem denjenigen Theil des Gottesdienstes bezeichnete, welcher nach… …   Grammatisch-kritisches Wörterbuch der Hochdeutschen Mundart

  • MISSA — a mittendo populum. Unde antiquis German. Senta, Anglis adhuc Sent. Hinc Missale, liber quô continentur omnia ad Missam quottidie dicendam pertinentia. Missaticum Nuntium. Missaticum Regis, legatio, iussio, mandatum, quod Rex per nuntium vel.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • άφεση — Το να αφήνει κανείς κάτι ελεύθερο. Επομένως ά. μπορεί να χαρακτηριστεί και η εκτίναξη, η εκκίνηση, η απαλλαγή και η συγχώρηση. Στους αρχαίους Έλληνες ά. έλεγαν το διαζύγιο, τον χωρισμό. Στη στρατιωτική ορολογία ά. είναι η απομάκρυνση από τη… …   Dictionary of Greek

  • ιππάφια — ἱππάφια, τὰ (Α) αφέσεις τών ίππων κατά τους ιππικούς αγώνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + άφ ια (< ἀφίημι), τ. που απαντά μόνο στο παρόν συνθ. όν.] …   Dictionary of Greek

  • λέων — I Όνομα λογίων της βυζαντινής περιόδου. 1. Λόγιος και κληρικός (9ος αι.). Σοφός δάσκαλος με ευρεία εγκυκλοπαιδική μόρφωση και σκέψη, άκμασε την εποχή κατά την οποία στο Βυζάντιο σημειώθηκε μια αξιόλογη πνευματική άνθηση επί Θεοφίλου και Μιχαήλ Γ’ …   Dictionary of Greek

  • παπισμός — Θεσμός της Καθολικής Εκκλησίας, που εκφράζει και βασίζεται στη διδασκαλία της Εκκλησίας αυτής, κατά την οποία ο επίσκοπος Ρώμης, ως διάδοχος του κορυφαίου των Αποστόλων, του Πέτρου, έχει το πρωτείο τιμής ανάμεσα στη χριστιανική ιεραρχία, και… …   Dictionary of Greek

  • πετροπομπός — όν, Μ 1. (για πολεμική μηχανή) αυτός που ρίχνει, που εκσφενδονίζει πέτρες («πετροπομποὺς ἀφέσεις») 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ πετροπομπός πολεμική μηχανή που ρίχνει πέτρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέτρα + πομπός (< πέμπω), πρβλ. ψυχο πομπός] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”